θωπεία

θωπεία
θωπείᾱ , θωπεία
flattery
fem nom/voc/acc dual
θωπείᾱ , θωπεία
flattery
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θωπείᾳ — θωπείᾱͅ , θωπεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») …   Dictionary of Greek

  • θωπεία — η 1. χάδι, τρυφερότητα: Ανταλλάζουν θωπείες. – Αφήστε τις θωπείες. 2. κολακεία, γαλιφιά: Όταν βλέπει το διευθυντή του είναι όλο θωπείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωπείας — θωπείᾱς , θωπεία flattery fem acc pl θωπείᾱς , θωπεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπείαι — θωπείᾱͅ , θωπεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπείαν — θωπείᾱν , θωπεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπειῶν — θωπεία flattery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπεῖαι — θωπεία flattery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπείαις — θωπεία flattery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάφημα — ἐπάφημα, το (Α) επαφή, θωπεία, χάδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”